- οποβαλσάμινος
- ὁποβαλσάμινος, -η, -ον (Α) [οποβάλσαμον]αυτός που έχει κατασκευαστεί από οποβάλσαμο ή αυτός που είναι σχετικός με το οποβάλσαμο («ξύλα κυπαρίσσινα ἤ ὀποβαλσάμινα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀποβαλσάμινα — ὀποβαλσάμινος of the balsam tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)